νοοῦμαι

νοοῦμαι
νοέω
Excerpta e libris Herodiani
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
νοόω
convert into pure Intelligence
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απονοούμαι — ἀπονοοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. χάνω τον νου μου, δεν μπορώ να σκεφτώ 2. βρίσκομαι σε απόγνωση, σε απελπισία II. η μετοχή πρκμ. απονενοημένος, η, ο (αρχ. μσν., ος, ον) απεγνωσμένος, απελπισμένος αρχ. πρόστυχος, αισχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + νοούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • νοώ — (I) έω και νογάω και νογώ (ΑΜ νοῶ, έω, Α αιολ. τ. νόημι) [νούς] 1. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι («οὐδ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω λογικούς συλλογισμούς, σκέπτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”